9 Δεκ 2015

Εκατό χρόνια στο Μακόντο

Είναι πιο εύκολο να αρχίσεις ένα πόλεμο παρά να τον σταματήσεις διαπίστωνε ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία ενώ δούλευε στη μέση ενός φαύλου κύκλου φτιάχνοντας χρυσά ψαράκια για να τ' ανταλλάξει με χρυσά νομίσματα κι ύστερα να τα λιώσει για να φτιάξει χρυσά ψαράκια για να τ' ανταλλάξει με χρυσά νομίσματα, δουλεύοντας όλο και πιο σκληρά μόνο και μόνο  για να μαντρώσει την απελπισία του μέσα στο αποτύπωμα ενός διαβήτη. 

  Κάπως έτσι περιγράφει τη ζωή ενός από τους πρωταγωνιστές του ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά.
Το Μακόντο, το μικρό χωριό που έστησε τη ζωή της η οικογένεια Μπουενδία θα μπορούσε να είναι η ιστορία της Κολομβίας, ίσως και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής εκείνου του αιώνα που εμφανίστηκαν τα πρώτα τρένα. 


Η σκόνη, οι διαδρομές, ο έρωτας, οι εμφύλιοι, οι κίτρινες πεταλούδες, η επιδημία αϋπνίας, οι  νεκροί εργάτες, τα χρυσά ψαράκια, η χρόνια βροχή, η εταιρία μπανάνας, τα μυρμήγκια, ο ακίνητος χρόνος και ο σιδηρόδρομος είναι μέρος του ντεκόρ ενός  κόσμου που μόνο μια μαγικά ρεαλιστική αφήγηση μπορεί να τον περιγράψει:

"Όταν ο Χοσέ Αρκάδιο Σεκούνδο ξύπνησε, βρισκόταν μπρούμυτα μες στο σκοτάδι. Κατάλαβε πως ταξίδευε σ' ένα ατέλειωτο και σιωπηλό τρένο και πως τα μαλλιά του ήταν κολλημένα από ξερά αίματα και πως του πονούσαν τα κόκαλα. Ένωσε μιαν αφόρητη νύστα. Αποφασισμένος να κοιμηθεί πολλές ώρες, μακρυά απ' το φόβο και τη φρίκη, βολεύτηκε στο πλευρό που τον πονούσε λιγότερο και μόνο τότε ανακάλυψε πως ήταν ξαπλωμένος πάνω στους νεκρούς. Δεν υπήρχε άδειος χώρος στο βαγόνι, εκτός από τον κεντρικό διάδρομο. Πρέπει να είχαν περάσει αρκετές ώρες μετά το μακελειό, γιατί τα πτώματα είχαν τη θερμοκρασία του γύψου το φθινόπωρο και την υφή πετρωμένου αφρού. Κι εκείνοι που τα είχαν τοποθετήσει στο βαγόνι είχαν όλο τον καιρό να τα σωριάσουν με την τάξη και τον τρόπο που μετέφεραν τα κλαδιά με τις μπανάνες.

Pedro Villalba Ospina
The train that brings outside civilization—foreign progress, foreign wonders, and foreign trouble—to Macondo.

Προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εφιάλτη, ο Χοσέ Αρκάδιο Σεγούνδο σύρθηκε απ' το ένα βαγόνι στο άλλο προς την κατεύθυνση που προχωρούσε το τρένο κι απ' τις λάμψεις που ξεπηδούσαν ανάμεσα απ' τις ξύλινες τάβλες , καθώς περνούσαν απ΄ τα κοιμισμένα χωριά, έβλεπε τους νεκρούς άντρες, τις νεκρές γυναίκες, τα νεκρά παιδιά, που επρόκειτο να τους ρίξουν στη θάλασσα σα χαλασμένες μπανάνες [...] 
Όταν έφτασε στο πρώτο βαγόνι, πήδηξε μες στο σκοτάδι κι έμεινε ξαπλωμένος μες στο χαντάκι ώσπου να περάσει το τρένο. Ήταν το πιο μακρύ τρένο που 'χε δει ποτέ του, με διακόσια σχεδόν φορτηγά βαγόνια, μιαν ατμομηχανή σε κάθε άκρη και μια τρίτη στη μέση. Δεν είχε κανένα φως, ούτε ακόμα και τα κόκκινα και πράσινα φώτα πορείας, και γλιστρούσε με μια νυχτερινή αθόρυβη ταχύτητα. "

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου